- φυτάλμια
- φυτάλμιοςproducingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυτάλμιος — ον, θηλ. και φυταλμία, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία θεών, όπως τού Διός, τού Διονύσου και τού Ποσειδώνος) αυτός που γεννά ή αυτός που τρέφει 2. αυτός που υπάρχει ή προέρχεται από τη φύση, σύμφυτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυτάλμιον η παραγωγική δύναμη … Dictionary of Greek